- μεσητία
- μεσητία, ἡ (Α)βλ. μεσιτεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
μισητιά — η (Μ μισητιά και μισητία και μεσητιά) μίσος, έχθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητής (ή < μισητός) + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek